- οπισθοβαρής
- -ές (Α ὀπισθοβαρής, -ές)φορτωμένος στο πίσω μέρος, πισώβαροςαρχ.1. μτφ. αυτός τού οποίου το βάρος θα γίνει αισθητό στο μέλλον («τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῑς ἀνάγκαι», επιγρ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀπισθοβαρέςείδος κολλυρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + -βαρής (< βάρος), πρβλ. υπερ-βαρής].
Dictionary of Greek. 2013.